- Καδμογενης
- ΚαδμογενήςΚαδμο-γενής21) рожденный Кадмом, ведущий свой род от Кадма
(Ἡρακλῆς Soph.)
2) фиванский Aesch., Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἡρακλῆς Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Καδμογενής — Καδμογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από τον Κάδμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάδμος + γενής (< γένος), πρβλ. Δαρειο γενής, Περσο γενής] … Dictionary of Greek
Καδμογενῆ — Καδμογενής Cadmus born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Καδμογενής Cadmus born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Καδμογενής Cadmus born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek