Καδμογενης

Καδμογενης
    Καδμογενής
    Καδμο-γενής
    2
    1) рожденный Кадмом, ведущий свой род от Кадма
    

(Ἡρακλῆς Soph.)

    2) фиванский Aesch., Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Καδμογενης" в других словарях:

  • Καδμογενής — Καδμογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από τον Κάδμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάδμος + γενής (< γένος), πρβλ. Δαρειο γενής, Περσο γενής] …   Dictionary of Greek

  • Καδμογενῆ — Καδμογενής Cadmus born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Καδμογενής Cadmus born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Καδμογενής Cadmus born masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»